απνευστικός

απνευστικός
-ή, -ό
(για έντομα) τύπος αναπνευστικού συστήματος όπου η αναπνοή γίνεται χωρίς την παρεμβολή ειδικών αναπνευστικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερ. + αρχ. πνευστικός «αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην αναπνοή» — πρβλ. (αγγλ.) apneustic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”